ὡραισμοῦ

ὡραισμοῦ
ὡραισμός
adornment
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ινστιτούτο — το 1. επιστημονικό, εκπαιδευτικό ή τεχνικό ίδρυμα ή οργανισμός 2. το κτήριο στο οποίο στεγάζονται αυτά τα ιδρύματα ή οι οργανισμοί 3. στον πληθ. (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) σύνοψη νομικών αρχών και αποφάσεων, εισηγήσεις νόμων 4. φρ. «ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”